- μικρόκοκκος
- ο(μικρβλ.) γένος σφαιρικών βακτηρίων τής τάξης μικροκοκκώδη τα οποία είναι ευρύτατα διαδεδομένα στη φύση και, συνήθως, δεν είναι παθογόνα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. micrococcus < micro- (βλ. μικρ[ο]-) + -coccus (< κόκκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στο περ. Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κων/πόλεως].
Dictionary of Greek. 2013.